Η ΑΓΚΟΥΣΑ

Η ΑΓΚΟΥΣΑ

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

η αγκούσα

Από την Κωνσταντινούπολη του ’67, πρόσφυγας στην Ελλάδα της δικτατορίας και από την Κύπρο της εισβολής στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Από μαθητής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, φοιτητής στη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας και από εκεί στρατιώτης αποσπασμένος στο νησί που θα του χαρίσει τον πρώτο του έρωτα και μαζί τον πρώτο του πόλεμο.
Τον Δεκέμβρη του ’74, ο Λευτέρης Αμπατζόγλου, Έλληνας αγνοούμενος, επιστρέφει από την Κύπρο στην Ελλάδα, όταν μαθαίνει πως καταζητείται από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών ως «επικίνδυνος δια την εθνικήν ασφάλειαν της χώρας».
Στην προσπάθεια διαφυγής του, τον ακολουθεί η Μάχη, Κύπρια προσφυγοπούλα. Οι γονείς του παρακολουθούν τα γεγονότα ανήμποροι να βοηθήσουν. Μοναδικό τους στήριγμα ένας οικογενειακός φίλος, πρώην στρατιωτικός γιατρός. Άνθρωποι, οι οποίοι παρακολουθούνται από έναν φέρελπι πράκτορα, που όσο δυσκολεύεται να δώσει ένα τέλος στην υπόθεση, τόσο δεν αντιλαμβάνεται πως το υπηρεσιακό του ενδιαφέρον μεταμορφώνεται σε επικίνδυνη εμμονή.
Καθένας βιώνει τη δική του πραγματικότητα, διαμορφώνοντας μια ξεχωριστή αλήθεια για την τύχη του ήρωα. Τι συμβαίνει, όμως, όταν όλες αυτές οι διαφορετικές αλήθειες συναντώνται;

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Μόνος ταξίδεψα
χωρίς συντρόφους
Αχνάρια αφήνοντας
στης Τροίας τους λόφους
Ίππους αλλόκοτους
καβαλικεύοντας
έσπειρα θρήνους
Δούρειους χορεύοντας.


Λωτούς ορέγομαι
να μη θυμάμαι
τους Λαιστρυγόνες
να μη φοβάμαι
Χάρυβδες σκέψεις
θε να με λύσουν
Σκύλες ορέξεις
για να ταΐσουν


Λέξεις πολύφημες
παραμονεύουν
Φωνές Σειρήνων
με συντροφεύουν
Μια Κίρκη μάγισσα
τα πέπλα ντύνεται
και η Ιθάκη μου
απομακρύνεται.

Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΤΗΣ VOGUE

Πράσινα μάτια, χρώμα εξωφύλλου,
δόντια λευκά, κόκκινου μήλου
μάγισσα ξόρκια να της κάνει,
σε νυφικό της vogue ντιβάνι.
Μέσα στα «flash» σφιχτά δεμένη,
πάνω σ’ ατζέντη τυλιγμένη
της μοίρας κλώτσος έχει ορίσει,
φιλί ακριβό να την ποθήσει.

Ένα κορίτσι ταξιδεύει,
ιππότες - πρίγκιπες γυρεύει,
τα ξωτικά της να σκοτώσουν,
από τους Νάνους να τη σώσουν
Ένα κορίτσι που δεν ξέρει,
πως κάποιος πρίγκιπας θα φέρει
χρυσή κορώνα να τη στέψει,
κορώνα – γράμματα να παίξει.

Κόρη παράλογα που υφαίνει,
σαν παραμύθι ξεμακραίνει,
ψηλά στη νύχτα δραπετεύει,
στιγμή ενός πρίγκιπα ξοδεύει.
Νύχτα γλυκιά λίγο πριν φέξει,
κορώνα η γράμματα διαλέξει
το ξόρκι έχει αποφασίσει,
ζωή με Νάνους πως θα ζήσει

Το νανούρισμα της δράκαινας

Έλα σελήνη ολόγιομη του Αύγουστου φεγγάρι ,
να δέσεις το παιδάκι μου, ο ύπνος να το πάρει .
Στείλε του νύχτα θάλασσα, τα μάτια να σφαλίσει,
στείλε του ασημένιο φως τ' όνειρο να φωτίσει.
Να δει πως είναι δράκοντας ψηλός σαν τον μπαμπά του
με μάτια που αστράφτουνε και φλόγες στη μιλιά του.
Πριγκίπισσες στον πύργο του, υπάκουες να κλείνει
και ογδόντα αρχοντόπουλα με μιας να καταπίνει

Πάρε ύπνε το παιδάκι μου, στα χέρια σου να θρέψεις,
και τη ζωή μες τ’ όνειρο να του καλυτερέψεις
Πως δράκοντα αρχοντόπουλο, η μοίρα έχει ορίσει
δρακόντισσα πεντάμορφη μια μέρα ν’ αγαπήσει.

Στείλε την Πούλια αστέρι μου το κάστρο να φυλάει,
και με σεισμούς εσπερινούς, γλυκά να το κουνάει.
Χαμήλωσε στην κούνια του τ’ αστέρια να χορέψουν
και τις σαράντα μάγισσες για να το συμβουλέψουν.
Ν' ακούσω στην ανάσα του, τα όνειρα να μιλάνε,
κι όλης της γης οι Αυγερινοί, να του χαμογελάνε.
Να απλώσει τα φτεράκια του πρωί σαν το ξυπνήσουν
φλόγες απ’ τα δοντάκια του, χαμόγελα ν’ ανθίσουν

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

Θέλω να παίξουμε κρυφτό ,
σαν τα παλιά τα χρόνια ,
που στις αλάνες τρέχαμε
με τρύπια παντελόνια .

Θέλω να παίξουμε κρυφτό ,
οι τύψεις τα φυλάνε ,
πάμε να φύγουμε από ‘δω ,
αρχίσαν να μετράνε !

Κρύψου ενοχή μου πρόσεχε ,
σκύψε να μη μας δούνε ,
τα βήματά σου πιο σιγά ,
οι τύψεις μας ακούνε !
Κρύψου εαυτέ μου ένοχε ,
οι δρόμοι πριν φωτίσουν ,
οι ανάσες μας ακούγονται ,
και οι τύψεις θα μας φτύσουν !

Θέλω να παίξουμε κρυφτό ,
στου χρόνου την πορεία ,
μήπως προλάβω μια στιγμή ,
να πω «ξελεφτερία »

ΚΥΝΗΓΗΤΟ

Κυνηγητό ξεκίνησες ,
γύρω από κιμωλία ,
όταν τον κύκλο χάραζα ,
κοντά στα δεκατρία .

Έτρεχα εμπρός και πίσω εσύ ,
έτρεχες να με πιάσεις ,
την κιμωλία σβήνοντας ,
τον κύκλο να χαλάσεις !

Μα ειν’ ανάγκη μάτια μου ,
ο κύκλος να υπάρχει ,
να τρέχουμε όλοι γύρω του ,
κύκλο η ζωή για να ‘χει !

Αφού γωνιά δεν βρίσκουμε ,
στου κύκλου την πορεία ,
κράτα το δάκρυ αγάπη μου ,
μη σβήσει η κιμωλία !

Σαν παίζαμε κυνηγητό ,
είπες πως θα με πιάσεις ,
όμως εγώ σε πρόσεχα ,
τον κύκλο μη χαλάσεις!

Έτρεχα εμπρός και πίσω εσύ ,
σαν έσπασε ο κρίκος ,
και μιας ζωής φυγόκεντρης ,
απέμεινε ο κύκλος !

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Μια βιτρίνα που σπάει ,
σταλακτίτες οργής σε γεννούνε γυμνό
Μια σειρήνα λυσσάει,
τζαμαρίες καπνοί, σου ετοιμάζουν πλατώ
Μ’ ένα στόμα ηχείο,
woofer – μάγουλα μπάσα, να πάλλουν πνευστά
Συναυλία στο κρύο,
στη σκηνή μοναχός, κι άσπρα κράνη μπροστά

ΡΕΦ Ένα αστέρι γεννιέται,
έχει λόγο πεζό μα βοή μουσική!
Σ’ ουράνιο θόλο πλανιέται,
φώτα κάμερες όχλος τραβούν κατά κει

Μια στριγκιά μελωδία,
τους κερνάς με στουπί και πετρέλαιο, φωτιά
Στο σκοτάδι η πλατεία,
το τσιμέντο σολάρει σε σπασμένα ρολά
Συναυλία που ανάβει,
μια κουκούλα στα μάτια, τρέχεις, φτύνεις χολή
Κάποιος έχει αναλάβει,
δημοσία δαπάνη τη γλυκιά σου σιωπή!

ΡΕΦΈνα αστέρι γεννιέται,
έχει λόγο πεζό μα βοή μουσική!
Σ’ ουράνιο θόλο πλανιέται,
φώτα, κάμερες, όχλος τραβούν κατά κει!

Ο ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ

Τέλη του Μάη του ογδόντα τρία
τα φώτα ανάβουν σφίζει η πλατεία
Λάμψη που φώτισε υπόγειο και βγαίνει
θεία παράσταση – δρόμου - ανεβαίνει
Κάτι καινούργιο έχει ετοιμάσει
«γουστάρω μάγκα μου, θα γίνει φάση»
στο ρόλο ο Τέλης βαθιά βυθισμένος
σε κόσμο αδιάφορο τριγύρω χαμένος


REF Τέλη του Μάκβεθ, της πλατείας
της πρόζας ψώνιο της κομπαρσαρίας
Μια στρίγγλα που ‘γινε αρνάκι, Οθέλλος
Αγώνας άγονης αγάπης, βέλος

«Δικέ μου θρίαμβος, σπάσαν ταμεία»
νεράντζια που άνθισαν, ξεσπάει η πλατεία
Κοινό τρελό στ’ αυτιά του π’ ουρλιάζει
κι εφτά πατώματα τον ανεβάζει
«Τέλη υποκλίσου - πέσε μεγάλε
από τον έβδομο - πάμε φινάλε»
Κάνει μια υπόκλιση, βγάζει ένα ξέφτι
Στην αγκαλιά τους, πηδάει και … πέφτει

REF Τέλη του Μάκβεθ, της πλατείας
της πρόζας ψώνιο της κομπαρσαρίας
Μια στρίγγλα που ‘γινε αρνάκι, Οθέλλος
Αγώνας άγονης αγάπης, τέλος

Η ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΗ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ

Ποτέ της δεν ξεστράτισε, τον όρκο της τον κράτησε
θυμόταν να του λέει «για πάντα» και να κλαίει.
Μια λάμψη γύρω φώτιζε πόνους τα “θέλω” πότιζε
φωτιά που σιγοκαίει, κανένας τους δε φταίει
ας ήταν να γινότανε μ’ αυτόν να αγκαλιαζότανε
ξανά φωτιά να ανάψουν ψηλά για να πετάξουν

Μες στη φωτιά χορεύανε, σπίθα φιλί γυρεύανε
κι η νύχτα τ’ Αϊ Γιάννη, του γάμου τους στεφάνι
που έπλεκε με τα χέρια της τα τόσα καλοκαίρια της
όνειρα πεταμένα, μες στη φωτιά ριγμένα.

Με ανοιχτό πουκάμισο της κόλασης παράδεισο
ξένο κορμί σαν πόθησε, φρόνιμη σκέψη κλώτσησε
μες στη φωτιά την πέταξε, φυσώντας αναστέναξε
σπίθα απιστίας πετάχτηκε κι αυτή απ’ τη νύχτα αρπάχτηκε.
Τον ξένο σαν αγκάλιασε στα αποκαΐδια πλάγιασε
πάθους πηγή ανέβλυσε κι όρκο «για πάντα» έσβησε

Μαζί ψηλά πετάξανε δυο σώματα που αρπάξανε
μια νύχτα τ’ Αι Γιάννη παράνομο στεφάνι
που πλέξαν με τα χέρια τους να χουν τα καλοκαίρια τους
όνειρα που μεθύσαν, σπίθες που ξεστρατίσαν.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

O ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΦΗΒΟΣ

Γυρνάς το μύλο σα τη γη, μέσα στα χέρια.
Η κάνη, μάτια ενός τυφλού εγωισμού.
Γεμίζεις σφαίρες συναισθήματα μαχαίρια,
και στόχος, όλοι, που σε θέλουνε αλλού.
Κόκορας όπλου, πόσο μοιάζετε να ξέρεις,
περήφανος, ψυχρός, μεταλλικός.
Σκανδάλη – χιούμορ κι εσύ βιάστηκες να φέρεις,
στα δεκατέσσερα, απόφαση φωτός!


Πυροβολείς. μυρίζει η Άνοιξη λουλούδια!
Στο κρόταφο τινάζονται πουλιά!
Βολής απόσταση. Με στίχους και τραγούδια,
ρίχνεις τις σφαίρες σου να κάνεις τη ζημιά!
Ρίχνεις σε τζάμια, σε θρανία, σε παντζούρια,
ποτάμια, θάλασσες οργής σε καρτερούν.
Βουτάς και πέφτεις όπως πέφτουν τ' αγγελούδια,
μα αναδύεις μυρωδιές που αστοχούν!

Λέξεις αντίδρασης, ντροπής, καχυποψίας,
βολές στο πύον στου προσώπου τα σπυριά.
Μεγάλωσες! Στιγμές μιας μαλακίας,
Εγωισμού, σε μαξιλάρι μοναξιάς.
Κόσμος ανήμπορος σε σένα ν' αντιδράσει,
είσαι κυρίαρχος, σου φέρνει πυρετό !
Σ’ ένα – δυο χρόνια η εφηβεία θα περάσει,
και τότε μάγκα μου, θα νοιώσεις παγετό!