Η ΑΓΚΟΥΣΑ

Η ΑΓΚΟΥΣΑ

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Μια βιτρίνα που σπάει ,
σταλακτίτες οργής σε γεννούνε γυμνό
Μια σειρήνα λυσσάει,
τζαμαρίες καπνοί, σου ετοιμάζουν πλατώ
Μ’ ένα στόμα ηχείο,
woofer – μάγουλα μπάσα, να πάλλουν πνευστά
Συναυλία στο κρύο,
στη σκηνή μοναχός, κι άσπρα κράνη μπροστά

ΡΕΦ Ένα αστέρι γεννιέται,
έχει λόγο πεζό μα βοή μουσική!
Σ’ ουράνιο θόλο πλανιέται,
φώτα κάμερες όχλος τραβούν κατά κει

Μια στριγκιά μελωδία,
τους κερνάς με στουπί και πετρέλαιο, φωτιά
Στο σκοτάδι η πλατεία,
το τσιμέντο σολάρει σε σπασμένα ρολά
Συναυλία που ανάβει,
μια κουκούλα στα μάτια, τρέχεις, φτύνεις χολή
Κάποιος έχει αναλάβει,
δημοσία δαπάνη τη γλυκιά σου σιωπή!

ΡΕΦΈνα αστέρι γεννιέται,
έχει λόγο πεζό μα βοή μουσική!
Σ’ ουράνιο θόλο πλανιέται,
φώτα, κάμερες, όχλος τραβούν κατά κει!

Ο ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ

Τέλη του Μάη του ογδόντα τρία
τα φώτα ανάβουν σφίζει η πλατεία
Λάμψη που φώτισε υπόγειο και βγαίνει
θεία παράσταση – δρόμου - ανεβαίνει
Κάτι καινούργιο έχει ετοιμάσει
«γουστάρω μάγκα μου, θα γίνει φάση»
στο ρόλο ο Τέλης βαθιά βυθισμένος
σε κόσμο αδιάφορο τριγύρω χαμένος


REF Τέλη του Μάκβεθ, της πλατείας
της πρόζας ψώνιο της κομπαρσαρίας
Μια στρίγγλα που ‘γινε αρνάκι, Οθέλλος
Αγώνας άγονης αγάπης, βέλος

«Δικέ μου θρίαμβος, σπάσαν ταμεία»
νεράντζια που άνθισαν, ξεσπάει η πλατεία
Κοινό τρελό στ’ αυτιά του π’ ουρλιάζει
κι εφτά πατώματα τον ανεβάζει
«Τέλη υποκλίσου - πέσε μεγάλε
από τον έβδομο - πάμε φινάλε»
Κάνει μια υπόκλιση, βγάζει ένα ξέφτι
Στην αγκαλιά τους, πηδάει και … πέφτει

REF Τέλη του Μάκβεθ, της πλατείας
της πρόζας ψώνιο της κομπαρσαρίας
Μια στρίγγλα που ‘γινε αρνάκι, Οθέλλος
Αγώνας άγονης αγάπης, τέλος

Η ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΗ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ

Ποτέ της δεν ξεστράτισε, τον όρκο της τον κράτησε
θυμόταν να του λέει «για πάντα» και να κλαίει.
Μια λάμψη γύρω φώτιζε πόνους τα “θέλω” πότιζε
φωτιά που σιγοκαίει, κανένας τους δε φταίει
ας ήταν να γινότανε μ’ αυτόν να αγκαλιαζότανε
ξανά φωτιά να ανάψουν ψηλά για να πετάξουν

Μες στη φωτιά χορεύανε, σπίθα φιλί γυρεύανε
κι η νύχτα τ’ Αϊ Γιάννη, του γάμου τους στεφάνι
που έπλεκε με τα χέρια της τα τόσα καλοκαίρια της
όνειρα πεταμένα, μες στη φωτιά ριγμένα.

Με ανοιχτό πουκάμισο της κόλασης παράδεισο
ξένο κορμί σαν πόθησε, φρόνιμη σκέψη κλώτσησε
μες στη φωτιά την πέταξε, φυσώντας αναστέναξε
σπίθα απιστίας πετάχτηκε κι αυτή απ’ τη νύχτα αρπάχτηκε.
Τον ξένο σαν αγκάλιασε στα αποκαΐδια πλάγιασε
πάθους πηγή ανέβλυσε κι όρκο «για πάντα» έσβησε

Μαζί ψηλά πετάξανε δυο σώματα που αρπάξανε
μια νύχτα τ’ Αι Γιάννη παράνομο στεφάνι
που πλέξαν με τα χέρια τους να χουν τα καλοκαίρια τους
όνειρα που μεθύσαν, σπίθες που ξεστρατίσαν.