Η ΑΓΚΟΥΣΑ

Η ΑΓΚΟΥΣΑ

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Η ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΗ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ

Ποτέ της δεν ξεστράτισε, τον όρκο της τον κράτησε
θυμόταν να του λέει «για πάντα» και να κλαίει.
Μια λάμψη γύρω φώτιζε πόνους τα “θέλω” πότιζε
φωτιά που σιγοκαίει, κανένας τους δε φταίει
ας ήταν να γινότανε μ’ αυτόν να αγκαλιαζότανε
ξανά φωτιά να ανάψουν ψηλά για να πετάξουν

Μες στη φωτιά χορεύανε, σπίθα φιλί γυρεύανε
κι η νύχτα τ’ Αϊ Γιάννη, του γάμου τους στεφάνι
που έπλεκε με τα χέρια της τα τόσα καλοκαίρια της
όνειρα πεταμένα, μες στη φωτιά ριγμένα.

Με ανοιχτό πουκάμισο της κόλασης παράδεισο
ξένο κορμί σαν πόθησε, φρόνιμη σκέψη κλώτσησε
μες στη φωτιά την πέταξε, φυσώντας αναστέναξε
σπίθα απιστίας πετάχτηκε κι αυτή απ’ τη νύχτα αρπάχτηκε.
Τον ξένο σαν αγκάλιασε στα αποκαΐδια πλάγιασε
πάθους πηγή ανέβλυσε κι όρκο «για πάντα» έσβησε

Μαζί ψηλά πετάξανε δυο σώματα που αρπάξανε
μια νύχτα τ’ Αι Γιάννη παράνομο στεφάνι
που πλέξαν με τα χέρια τους να χουν τα καλοκαίρια τους
όνειρα που μεθύσαν, σπίθες που ξεστρατίσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου